τονομετρία

τονομετρία
η, Ν
1. ιατρ. η μέτρηση τής ενδοφθάλμιας πίεσης με τη βοήθεια τονομέτρων διαφόρων τύπων υπό τοπική αναισθησία τού κερατοειδούς
2. φυσ.-χημ. η μελέτη τών διαλυμάτων η οποία βασίζεται στη μέτρηση τής τάσης τών ατμών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tonometry < τόνος (I) + -μετρία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”